- μοτόρι
- το-ιού (λ. γαλλ.), μικρό πλοίο που διαθέτει βενζινομηχανή, το βενζινοκάικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοτόρι — το άκλ. 1. βενζινομηχανή 2. συνεκδ. το σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motore < λατ. motor, ōris «αυτός που κινεί» < movēre «κινώ», (πρβλ. βαπόρι < ιταλ. vapore)] … Dictionary of Greek